γλιστεράδα

γλιστεράδα
και γλιστράδα, η
το να είναι κάτι γλιστερό, η ολισθηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γλιστεράδα < γλιστερός
ο τ. γλιστράδα < γλιστεράδα με συγκοπή τού άτονου -ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλιστράδα — η βλ. γλιστεράδα …   Dictionary of Greek

  • γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

  • ολισθηρότητα — η το να είναι κάτι ολισθηρό, γλιστεράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολισθηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

  • όλισθος — ὄλισθος, ὁ (Α) 1. η ολισθηρότητα, η γλιστεράδα («ἡ ἄνοδος ἐπὶ πολὺ καὶ ἀνάντης καὶ ὄλισθον ἔχουσα», Λουκιαν.) 2. το ολίσθημα, το γλίστρημα 3. παράπτωμα, σφάλμα 4. τάση για αμαρτία 5. παγίδα 6. είδος ψαριού με λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”